φυματιώδης — ες, Ν [φυμάτιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση 2. αυτός που προκαλείται από φυματίωση («φυματιώδης περιτονίτιδα») … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
δισκοπάθεια — Πάθηση του μεσοσπονδύλιου δίσκου της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου. Οφείλεται σε αρθρίτιδες ή αρθροπάθειες των σπονδύλων ή ακόμα σε ειδική φλεγμονή (φυματιώδης σπονδυλίτιδα), οπότε διαπιστώνεται συχνά ολοκληρωτική καταστροφή ορισμένων δίσκων.… … Dictionary of Greek
κοξαλγία — η ιατρ. φυματιώδης αρθρίτιδα τής άρθρωσης τού ισχίου, αλλ. ισχιαρθροκάκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β σύνθ. της, πρβλ. αγγλ. coxalgia < cox που αποδίδεται ως ισχι (< ισχίο) + algia (πρβλ. αλγία <… … Dictionary of Greek
κυστίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή… … Dictionary of Greek
κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… … Dictionary of Greek
λαρυγγίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ. Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek